ποικιλοβαφής

ποικιλοβαφής
-ές, Ν
ποικιλόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -βαφής (< βάφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1844, στον Ιωάνν. Καρασούτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”